σθένος

σθένος
Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα μικρό βέλος. Η αρχή του σ., η οποία με τις πρώτες εργασίες στηριζόταν στα χημικά ισοδύναμα, τα οποία υπολόγιζαν με βάση τη στοιχειομετρία, άρχισε να διαλευκάνεται μόνο από τότε που εδραιώθηκε η ατομική θεωρία (άτομο) του Τζων Ντάλτον, με τους νόμους των συνθέσεων που επακολούθησαν και έφτασε σε μια ικανοποιητική εμπειρική βάση χάρη στις εργασίες του Μπερτσέλιους. Μια πρώτη ακριβής διαμόρφωση της θεωρίας του σ. έδωσε, το 1852, ο Έντουαρντ Φράνκλαντ (1825-1899), την οποία ονόμασε «ικανότητα κορεσμού» στο μέγιστο αριθμό ατόμων ή ισοδυνάμων με τα οποία μπορεί να ενωθεί ένα άτομο. Ειδικότερα, επέστησε την προσοχή στο γεγονός ότι το άζωτο, ο φωσφόρος, το αντιμόνιο και το αρσενικό μπορούν να ενωθούν με 3 ή 5 ισοδύναμα, δηλαδή, με τη σύγχρονη ορολογία, έχουν 3 και 5 σ. Έτσι απόκτησε υπόσταση το γεγονός ότι, μαζί με τα λίγα στοιχεία που έχουν ένα μόνο σ., υπάρχει μεγάλος αριθμός στοιχείων με δύο ή περισσότερα σ. Κατά τις επόμενες δεκαετίες, η μελέτη του σ. πήρε μεγάλη ανάπτυξη και το μέγιστο σ. ενός στοιχείου υπήρξε ένα από τα θεμελιώδη κριτήρια που οδήγησαν το Μεντελέγεβ στην επεξεργασία του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, αλλά μόνο πρόσφατα η γνώση της δομής του ατόμου έδωσε τη βάση για μια νέα και ικανοποιητική θεωρία για το σ. Το σ. εξαρτιέται από τον αριθμό και τη διάταξη των ηλεκτρονίων που βρίσκονται στην εξώτερη στοιβάδα του ατόμου και γ’ αυτό τα ηλεκτρόνια αυτά ονομάζονται «ηλεκτρόνια σθένους» (ηλεκτρόνιο, άτομο, δεσμός χημικός). Μια ενδιαφέρουσα επέκταση της έννοιας του σ. έδωσε στην αρχή του αιώνα μας ο Βέρνερ, ο οποίος εισήγαγε την ιδέα του δευτερογενούς σ. ή σ. συνδιάταξης, με σκοπό να αιτιολογήσει το σχηματισμό των συμπλόκων ενώσεων.
* * *
το, ΝΜΑ
1. δύναμη, κυρίως σωματική, ισχύς (α. «έχει χάσει το σθένος του» β. «σθένος λέοντος», ΠΔ
γ. «γνῶμαι πλέον κρατοῡσιν ἤ σθένος χειρῶν», Σοφ.
δ. «σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾱσαι σθένει», Πίνδ.)
2. ψυχική και ηθική δύναμη (α. «το σθένος τής πίστης» β. «τὸ τῆς ἀνάγκης ἔστ' ἀδήριτον σθένος», Αισχύλ.
γ. «τῆς ἀληθείας σθένος», Σοφ.)
3. φρ. «παντί σθένει» — πάση δυνάμει, με όλη τη δύναμη
νεοελλ.
1. χημ. η ικανότητα τών ατόμων ενός χημικού στοιχείου και, κατ' επέκταση, τών ιόντων και τών ριζών να ενώνονται υπό συγκεκριμένη αναλογία με άλλα άτομα ή ιόντα ή με άλλες ρίζες
2. γλωσσ. η δυνατότητα τού ρήματος να συνδυάζεται, στα πλαίσια τής πρότασης, με έναν αριθμό διαφορετικών από αυτό γλωσσικών στοιχείων, τα οποία ανήκουν στο ίδιο επίπεδο, δηλαδή το μορφολογικό, όπως είναι λ.χ. τα αμετάβατα ρήματα που συνδυάζονται μόνον με το υποκείμενο και για αυτό λέγονται μονοσθενή, τα μεταβατικά ρήματα που συνδυάζονται με το υποκείμενο και με ένα ή δύο αντικείμενα και για αυτό λέγονται δισθενή ή τρισθενή, ενώ τα απρόσωπα, λ.χ. βρέχει, χιονίζει, δεν συνδυάζονται με κανένα άλλο στοιχείο και γι' αυτό λέγονται ασθενή
3. φρ. α) «ηλεκτρόνιο σθένους»
χημ. καθένα από τα ηλεκτρόνια τής εξώτατης στιβάδας τών ατόμων που συμμετέχουν στη δημιουργία χημικών δεσμών β) «ζώνη σθένους»
φυσ.-χημ. το σύνολο τών ενεργειακών σταθμών που καταλαμβάνονται από τα εξώτατα ηλεκτρόνια τών ατόμων
αρχ.
1. στρατιωτική, πολεμική δύναμη, στράτευμα («νύκτα μὲν εἰν ἀγορῇ σθένος ἕξομεν», Ομ. Ιλ.)
2. πληθώρα, αφθονία («ὕδατος σθένος», Πίνδ.)
3. φρ. «σθένος Ὠρίωνος» — ο Ωρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αρχαϊκό τ. με επίθημα -(ε)νος (πρβλ. ἄφ-ενος, ἔρ-νος, κτῆ-νος). Κατά μία άποψη η λ. σθένος < *zguh-enos < ΙΕ ρίζα *zguh- (πρβλ. αρχ. ινδ. saghnoti «υφίσταμαι, αντέχω», αβεστ. a-zg-ata «ισχυρός, ακαταμάτηχος»). Κατ' άλλους, η λ. σθένος < *σθᾱνος < *στᾱ-σνος < ἵστημι (πρβλ. στᾱσις). Κατ' άλλη άποψη, τέλος, με αφορμή την παρατήρηση ότι η λ. σθένος είναι η μοναδική ελλην. λ. που αρχίζει από συμφωνικό σύμπλεγμα σθ-, πιθανολογείται η σύνδεσή της με το ρ. εὐθενῶ* «ακμάζω» με προθεματικό σ-. Καμία, ωστόσο, από τις παραπάνω απόψεις δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σθένος — strength neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθένος — το ους 1. ισχύς, δύναμη σωματική. 2. ηθική δύναμη, θάρρος: Δεν έχει το σθένος να τον αντιμετωπίσει. 3. (στη χημεία), ικανότητα του ατόμου ενός στοιχείου να ενώνεται με αριθμό ατόμων άλλου στοιχείου προς σχηματισμό χημικών ενώσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σθένει — σθένος strength neut nom/voc/acc dual (attic epic) σθένεϊ , σθένος strength neut dat sg (epic ionic) σθένος strength neut dat sg σθένω to have strength pres ind mp 2nd sg σθένω to have strength pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθένη — σθένος strength neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σθένος strength neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθένεος — σθένος strength neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σθένους — σθένος strength neut gen sg (attic epic doric) σθενόω strengthen imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • ευσθενής — εὐσθενής, ές (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐϋσθενής, ές) 1. αυτός που έχει σθένος, ο δυνατός, ο ρωμαλέος 2. στερεός, σταθερός («εὐσθενεστάτῃ πίστει λογισμοῡ»). επίρρ... εὐσθενῶς (ΑΜ) με σθένος, με δύναμη μσν. φρ. «εὐσθενῶς ἔχω» έχω το σθένος, έχω τη δύναμη …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… …   Dictionary of Greek

  • σθεναρός — ή, ό / σθεναρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. σθεναρή Α γεμάτος σθένος, δυνατός, ισχυρός (α. «σθεναρή κράση» β. «σθεναρὰ χείρ», Τζέτζ γ. «βραχίων σθεναρός», Ευρ. δ. «ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. γεμάτος ψυχικό και ηθικό σθένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”